- παγοπληξία
- πᾰγο-πληξία, ἡ,A frostbite, Hippiatr.125.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παγοπληξία — η (Α παγοπληξία) σύνολο νοσηρών συμπτωμάτων που προκαλείται στον οργανισμό υπό την επίδραση τού πάγου ή γενικά τού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πληξία (< πληκτος < πλήττω), πρβλ. θερμο πληξία] … Dictionary of Greek
παγοπληξίαν — παγοπληξίᾱν , παγοπληξία frostbite fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)